μοιραστικός

μοιραστικός
μοιραστικός, -ή, -ό και μοιραστός, -ή, -ό
1. εκείνος που πρέπει να μοιραστεί, που ανήκει σε δύο ή περισσότερα άτομα.
2. παροιμ., «Το μοιραστικό γομάρι το τρώει ο λύκος», όταν ένα πράγμα το εκμεταλλεύονται πολλά άτομα, τα αποτελέσματα δεν είναι τα επιθυμητά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μοιραστικός — ή, ό, θηλ. και ιά [μοιράζω] 1. αυτός που ανήκει σε δύο ή περισσότερους και πρέπει να διανεμηθεί, να μοιραστεί 2. παροιμ. «το μοιραστικό γομάρι (ή κοπάδι) τό τρώει ο λύκος» η συγκυριότητα σε κάτι δεν εγγυάται προκοπή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”